Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
σιλλέα τρίχωμα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σιλλέα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος* (πρβλ. ἀνά σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)] … Dictionary of Greek
Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… … Dictionary of Greek
σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… … Dictionary of Greek